διερρηγμένα

διερρηγμένα
διαρρήγνυμι
break through
perf part mp neut nom/voc/acc pl
διερρηγμένᾱ , διαρρήγνυμι
break through
perf part mp fem nom/voc/acc dual
διερρηγμένᾱ , διαρρήγνυμι
break through
perf part mp fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… …   Dictionary of Greek

  • διερρηγμέναι — διαρρήγνυμι break through perf part mp fem nom/voc pl διερρηγμένᾱͅ , διαρρήγνυμι break through perf part mp fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”